- προκαλύπτει
- προκαλύπτωhang beforepres ind mp 2nd sgπροκαλύπτωhang beforepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεπαστής — ὁ, ΜΑ [σκεπάζω] 1. αυτός που σκεπάζει, που προκαλύπτει, που προφυλάσσει 2. υπερασπιστής, προστάτης («σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν», ΠΔ.) … Dictionary of Greek